-
1 αποπεμπω
(эп. fut. ἀππέμψω) преимущ. med.1) отсылать, отправлять(τινά Hom.; δῶρον ἐξοπίσω Hes.; ἀναθήματα ἐς Δελφούς Her.; ἀπόρρητα ἐξ Αἰγίνης Arph.; τὰς ναῦς Thuc.)
2) отпускать(τινὰ στενάχοντα Hom.; τινὰς ἀσινέας Her.; τοὺς πρέσβεις Thuc.)
3) отсылать прочь, прогонять(ἔννυχον ὄψιν Eur.; ἀκλεῶς τινα Plut.)
4) передавать, вручать(δῶρα, ἅ τις ἔδωκεν Hom.)
5) отдавать обратно, возвращать(τὸ ὕδωρ τοῦ Νείλου Her.; τέν ἐξικμασμένην τροφήν Plat.)